- πληροφοριοδότης
- ο, θηλ. πληροφοριοδότρια και πληροφοριοδότις, η, Ν1. αυτός που δίνει πληροφορίες2. ειδικός ανεπίσημος πράκτορας μυστικής υπηρεσίας που παρέχει σε αυτήν πληροφορίες σχετικές με τις κινήσεις προσώπων που παρακολουθούνται3. καταδότης, ρουφιάνος, χαφιές.[ΕΤΥΜΟΛ. < πληροφορία + δότης (< θ. δο- τού δίδωμι «δίνω»), πρβλ. αιμο-δότης].
Dictionary of Greek. 2013.