πληροφοριοδότης

πληροφοριοδότης
ο, θηλ. πληροφοριοδότρια και πληροφοριοδότις, η, Ν
1. αυτός που δίνει πληροφορίες
2. ειδικός ανεπίσημος πράκτορας μυστικής υπηρεσίας που παρέχει σε αυτήν πληροφορίες σχετικές με τις κινήσεις προσώπων που παρακολουθούνται
3. καταδότης, ρουφιάνος, χαφιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πληροφορία + δότης (< θ. δο- τού δίδωμι «δίνω»), πρβλ. αιμο-δότης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πληροφοριοδότης — ο 1. αυτός που δίνει πληροφορίες. 2. πράκτορας μυστικής υπηρεσίας: Η αστυνομία έχει πολλούς πληροφοριοδότες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγγέλλω — (Α ἀγγέλλω) φέρω αγγελία ή παραγγελία, αναγγέλλω, γνωστοποιώ αρχ. 1. μέσ. αναγγέλλω κάτι για κάποιον 2. (μτχ. ενεστ.) ἀγγέλλων αγγελιαφόρος, πληροφοριοδότης 3. (παθητ. μτχ.) τὰ ἀγγελθέντα ή ἠγγελμένα είδηση, αγγελία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγγελος τα δύο… …   Dictionary of Greek

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • διάγγελος — ο (AM διάγγελος) 1. ο διαγγελέας 2. υπασπιστής στρατηγού (ιδιαίτερος αξιωματικός) που διαβιβάζει τις διαταγές του (λατ. tesserarius) νεοελλ. 1. παλαιότερα, ο διπλωματικός αντιπρόσωπος τής Αυστριακής Μοναρχίας 2. διπλωματικός αντιπρόσωπος τού πάπα …   Dictionary of Greek

  • μανδάτωρ — μανδάτωρ, ωρος, ὁ (Μ) 1. τίτλος υπαλλήλου τής βυζαντινής Αυλής με καθήκοντα αγγελιαφόρου 2. αυτός που μεταφέρει πληροφορίες ή διαταγές 3. πληροφοριοδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mandator] …   Dictionary of Greek

  • μηνύτωρ — και μηνύτορας, ο (Α μηνύτωρ και δωρ. τ. μανύτωρ) αυτός που παρέχει πληροφορίες, αγγελιαφόρος, πληροφοριοδότης νεοελλ. φρ. «μηνύτορας RNΑ» βιολ. τύπος ριβοζονουκλεϊκού οξέος σημαντικού για την πρωτεϊνοσύνθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηνύω + επίθημα τωρ… …   Dictionary of Greek

  • πληροφοριοδοτώ — Ν [πληροφοριοδότης] παρέχω πληροφορίες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”